βαρύτονος
1βαρύτονος — deep sounding masc/fem nom sg …
2βαρύτονος — Τραγουδιστής που η φωνή του είναι ενδιάμεση, ανάμεσα τις φωνές του τενόρου και του βαθύφωνου (πλησιάζει περισσότερο άλλοτε τη μία και άλλοτε την άλλη) και έχει τη δεξιοτεχνία των λαρυγγισμών της φωνής του τενόρου και τη δύναμη και το βάθος… …
3βαρύτονος — η, ο 1. (γραμμ.), η λέξη που έχει τον τόνο στην παραλήγουσα ή την προπαραλήγουσα: Bαρύτονα ουσιαστικά. – Βαρύτονα ρήματα. 2. (μουσ.), τραγουδιστής που έχει φωνή ενδιάμεση, ανάμεσα στον οξύφωνο (τενόρο) και στο βαθύφωνο (μπάσο): Ο βαρύτονος… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4βαρυτόνως — βαρύτονος deep sounding adverbial βαρύτονος deep sounding masc/fem acc pl (doric) …
5βαρύτονον — βαρύτονος deep sounding masc/fem acc sg βαρύτονος deep sounding neut nom/voc/acc sg …
6βαρυτόνοις — βαρύτονος deep sounding masc/fem/neut dat pl …
7βαρυτόνου — βαρύτονος deep sounding masc/fem/neut gen sg …
8βαρυτόνους — βαρύτονος deep sounding masc/fem acc pl …
9βαρυτόνων — βαρύτονος deep sounding masc/fem/neut gen pl …
10βαρυτόνῳ — βαρύτονος deep sounding masc/fem/neut dat sg …