βαρύτονος

  • 21Μαγκλιβέρας, Ευάγγελος — (Αθήνα 1909 – 1952). Βαρύτονος. Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1935, στη σκηνή του θεάτρου Ολύμπια. Από τότε πρωταγωνίστησε σε πολλές όπερες και έδωσε συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 22Ντεβριέν — (Devrient). Οικογένεια Γερμανών ηθοποιών, τα σημαντικότερα μέλη της οποίας ήταν οι εξής: 1. Έμιλ (Emil, Βερολίνο 1803 – Δρέσδη 1872). Υπήρξε λεπτότατος ερμηνευτής των κλασικών και των ρομαντικών. Το 1852 έγινε διευθυντής του οργανισμού που για… …

    Dictionary of Greek

  • 23τραγoύδι — Όρος που, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει τη φωνητική έκφραση της μουσικής. Με το τ., σε αυτή του την έννοια, συνδέεται η ίδια η καταγωγή της μουσικής, αφού η ανθρώπινη φωνή μπορεί να θεωρηθεί ως το παλαιότερο μουσικό όργανο. Μια ιστορία… …

    Dictionary of Greek

  • 24barítono — (Del lat. barytŏnus, y este del gr. βαρύτονος, de voz grave). 1. m. Mús. Voz media entre la de tenor y la de bajo. 2. Mús. Hombre que tiene esta voz …

    Diccionario de la lengua española