βαρυ-γούνατος

  • 1καμπεσίγουνος — καμπεσίγουνος, ον (Α) αυτός που κάμπτει τα γόνατα κάποιου («καμπεσίγουνος ἡ Ἐρινύς, ἀπό τοῡ κάμπτειν τὰ γόνατα τῶν ἁμαρτανόντων», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί (< κάμπτω) + γουνος (< γόνυ, πρβλ. ιων. γεν. γούνατος), πρβλ. βαρύ γουνος, ταχύ… …

    Dictionary of Greek

  • 2πολύγουνος — ον, Α (επικ. τ.) (για φυτό) ο πολυγόνατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γόνυ, γόνατος / γούνατος / γουνός (πρβλ. βαρύ γουνος)] …

    Dictionary of Greek

  • 3ταχύγουνος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει γοργά γόνατα, ταχύπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γόνυ, γόνατος / γούνατος / γουνός (πρβλ. βαρύ γουνος)] …

    Dictionary of Greek