βαρυτάτῃ
1βαρυτάτη — βαρύς heavy in weight fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2βαρυτάτῃ — βαρύς heavy in weight fem dat sg (attic epic ionic) …
3δερματομυοσίτιδα — Βαρύτατη και σπάνια πάθηση που χαρακτηρίζεται από ταυτόχρονη φλεγμονή του δέρματος και των μυών. Η φλεγμονή του δέρματος εκδηλώνεται συνήθως με οίδημα και ερύθημα γύρω από τα μάτια και στη ράχη των χεριών, ενώ των μυών με πόνο και αδυναμία στους… …
4κατακρημνισμός — Βαρύτατη ποινή, την οποία επέβαλαν κυρίως στους ιερόσυλους και την εκτελούσαν στους Δελφούς από την Υαμπεία Πέτρα (απόκρημνο βράχο του Παρνασσού), στην Αθήνα από το λεγόμενο βάραθροόρυγμα και στη Σπάρτη από τον Καιάδα. Ανάλογη ποινή με τον κ.… …
5PANORMUS — I. PANORMUS Siciliae urbs, Ptolem. et caput, hodie Palermo, testibus Aretiô et Fazellô. Totius Italiae pulcherrima, soli ubere, situ, aedificiis, commerciô, nobilitate, opibus, fontium salientium copiâ tantâ, ut Neapolitani horum aemuli, dicant;… …
6βρομοκοπώ — ( άω) 1. αναδίδω βαρύτατη δυσοσμία, βρομάω φοβερά 2. μεταδίδω κακοσμία σε κάτι ή λερώνω κάτι …
7ημίφι — ἡμίφι, τὸ (Α) μουσ. το μισό φι, ο πρώτος στίχος τών σημείων που σημαίνει τη βαρύτατη δύναμη στους φθόγγους …
8καταναγκαστικός — η, ο (Α καταναγκαστικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να καταναγκάζει 2. αυτός που γίνεται με καταναγκασμό, αυτός που επιβάλλεται με τη βία 3. φρ. «καταναγκαστικά έργα» α) παλαιότερη ποινή κατά την οποία οι κατάδικοι… …
9κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… …
10κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …