βαρυσίδηρος
1βαρυσίδηρος — βαρυσίδηρος, ον (AM) βαρύς από το πολύ σίδερο …
2βαρυσίδηρον — βαρυσίδηρος heavy with iron masc/fem acc sg βαρυσίδηρος heavy with iron neut nom/voc/acc sg …
3βαρυσιδήρους — βαρυσίδηρος heavy with iron masc/fem acc pl …
4βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …
5σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …