βαπτιστὴς
1βαπτιστής — one that dips masc nom sg …
2Βαπτιστής — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 195 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται προς τα νότια του νομού, κοντά στον Καλαρίτικο ποταμό. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τζουμέρκων. 2. Πεδινός οικισμός… …
3Ιωάννης ο Βαπτιστής ή ο Πρόδρομος — (περ. 5 π.Χ. – 27; μ.Χ.).Άγιος και προφήτης της χριστιανικής Εκκλησίας. Ήταν γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ. Πολύ σύντομα αποσύρθηκε στην έρημο, όπου έμεινε έως το 15o έτος της βασιλείας του Τιβέριου, διάγοντας ασκητική ζωή και κηρύσσοντας την …
4Σιρέ, Ιωάννης - Βαπτιστής — (Sirey). Γάλλος νομομαθής και συγγραφέας (Σαρλά 1762 Λιμόζη 1845). Με την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης προσχώρησε σ’ αυτήν και στη συνέχεια έγινε μέλος του Ανώτατου Επαναστατικού Δικαστήριου. Έγραψε το σπουδαίο έργο Συλλογή νόμων και… …
5βαπτιστοῦ — βαπτιστής one that dips masc gen sg …
6βαπτιστῇ — βαπτιστής one that dips masc dat sg (attic epic ionic) …
7βαπτιστήν — βαπτιστής one that dips masc acc sg (attic epic ionic) …
8βαπτιστῶν — βαπτιστής one that dips masc gen pl …
9ИОАНН ПРЕДТЕЧА — [Иоанн Креститель; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Πρόδρομος], крестивший Иисуса Христа, последний ветхозаветный пророк, открывший избранному народу Иисуса Христа как Мессию Спасителя (пам. 24 июня Рождество Иоанна Предтечи, 29 авг. Усекновение главы Иоанна… …
10βαφτιστής — και βαπτιστής, ο (AM βαπτιστής) 1. αυτός που βαφτίζει κάποιον 2. ο Ιωάννης ο Πρόδρομος που βάφτισε τον Χριστό («Άι μου Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή Κυρίου», «τοῡ ἁγίου ἐνδόξου Προδρόμου και Βαπτιστοῡ Ἰωάννου») νεοελλ. Βαπτιστές, οι ονομασία… …