βαλλισμός
1βαλλισμός — jumping about masc nom sg …
2βαλλισμός — ο (Α βαλλισμός) [βαλλίζω] νεοελλ. σύνδρομο κατά το οποίο ο ασθενής κάνει ακούσιες σπασμωδικές κινήσεις αρχ. το χοροπήδημα …
3βαλλισμοῦ — βαλλισμός jumping about masc gen sg …
4βαλλισμόν — βαλλισμός jumping about masc acc sg …
5ημιβαλλισμός — ο ιατρ. βαλλισμός* που προσβάλλει το ένα πλάγιο τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hemiballisme < hemi (πρβλ. ημι ) + balli sme (πρβλ. βαλλισμός)] …
6βαλλίζω — (Α) χοροπηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος βαλλίζω πλάστηκε στη Σικελία και τη Μεγάλη Ελλάδα έχει δε υποστηριχθεί ότι αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή του βάλλω. Ο συσχετισμός του βαλλίζω με το αρχ. ινδ. balbalīti «στριφογυρίζει» είναι αβάσιμος. Στον Επίχαρμο και …