βαλλαχράδαι
1βαλλαχράδαι — βαλλαχράδαι, οι (Α) (σκωπτική επωνυμία των νέων στο Άργος) αυτοί που πετούν άγρια αχλάδια ο ένας στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάλλω + αχράς «το αχλάδι, η αχλαδιά»] …
2βαλλαχράδας — βαλλαχράδᾱς , βαλλαχράδαι pear throwers masc acc pl …