βαλανεῖον
41βαλανειόμφαλος — βαλανειόμφαλος, ον (Α) (για φιάλη) με κυρτό, ομφαλωτό πυθμένα (σε σχήμα πώματος μπανιέρας). [ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανείον «λουτρό» + ομφαλός «πώμα με το οποίο κλεινόταν ο εξαγωγός βαλανείου»] …
42λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… …
43μπάνιο — το (Μ μπάνιο) συν. στον πληθ. τα μπάνια ιαματικές πηγές οι οποίες έχουν τις κατάλληλες για την εξυπηρέτηση τών ασθενών εγκαταστάσεις νεοελλ. 1. μέρος τού σπιτιού όπου μπορεί να πλυθεί κανείς («μπήκε στο μπάνιο») 2. το πλύσιμο τού σώματος («κάθε… …
44περιαγωγή — η, ΝΜΑ, και περιωγή και δωρ. τ. περιαγωγά, Α [περιάγω] νεοελλ. 1. το να περιφέρεται κανείς εδώ κι εκεί 2. κατάντημα, κατάντια αρχ. 1. περιστροφή, στροφή σε κύκλο («περιαγωγαὶ τῆς ἐπιδέσιος», Ιπποκρ.) 2. η μεταφορά ολόγυρα («περιαγωγὴ τοῡ ὕδατος… …
45ποδοψείον — τὸ, Μ βαλανείον, λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πούς, ποδός + ψάω «τρίβω, σφουγγίζω»] …
46προβαλάνειον — τὸ, Α χώρος κατάλληλος για την προετοιμασία τού κυρίως λουτρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βαλανεῖον «λουτρό»] …
47χαλκιοφύλαξ — ακος, ὁ, Α ο φύλακας τού λέβητα σε βαλανεῑον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκίον «χάλκινο σκεύος» + φύλαξ (πρβλ. νυκτο φύλαξ)] …
48ԲԱՂԱՆԻՔ — (նեաց.) NBH 1 426 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 11c գ. βαλανεῖον, λουτρόν balneum, θερμαί thermae Տեղի լուանալոյ զանձն՝ ջերմ ջրով. տե՛ս եւ ԼՈՒԱԼԻՔ, եւ ՋԵՐՄՈՒԿՔ. բաղնիք. ... *Ի բաղանիս մտանէիրʼʼ. յն. լուացեալ… …
49ԼՈՒԱՑՈՒՄՆ — (ցման.) NBH 1 0894 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c մ. λοῦσις lavatio λουτρόν lavacrum βαλανεῖον balneum. Լուանալն, կամ լուանիլն. լոգումն. մաքրութիւն մարմնոյ կամ հոգւոյ. աւազան. մկրտութիւն. եւ… …
50βαλανεῖ' — βαλανεῖα , βαλανεῖον bath neut nom/voc/acc pl …