βαλανεύς
11βαλανίς — βαλανίς, η (Α) (θηλ. του βαλανεύς) 1. υπηρέτρια σε λουτρά 2. καθαρτική βάλανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανεύς (σημ. 1.) και < βάλανος (σημ. 2)] …
12βαλανείτης — βαλανείτης, ο (Α) ο βαλανεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανείον ή βαλανεύς] …
13βαλανέως — βαλανέω̆ς , βαλανεύς bath man masc gen sg βαλανεύς bath man masc nom sg (epic ionic) …
14BALNEATOR — qui balneum succendit ac calefacit, Lampridio in Commodo, c. 1. Quum tepidius forte lotus esset, balneatorem in fornacem conici iussit: quando a paedagogo, cui hoc iussum fuerat, vervecina pellis in fornace consumpta est, ut fidem poenae de… …
15-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …
16βαλανείον — βαλανεῑον, το (AM) και βαλάνειον και νιόν, το (Μ) λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαλανεύς, βαλανείον είναι λέξεις της αττικής κυρίως διαλέκτου που δεν απαντούν στον Όμηρο και δεν εμφανίζονται πριν από τον Αριστοφάνη και τον Πλάτωνα. Υποστηρίχθηκε ότι… …
17βαλανευτής — βαλανευτής, ο (Α) [βαλανεύω] ο βαλανεύς …
18βαλανεύω — (Α) [βαλανεύς] 1. υπηρετώ, φροντίζω κάποιον στο λουτρό 2. φρ. «βαλανεύω τινὰ οἴνῳ» καταβρέχω κάποιον με κρασί …
19παραβαλανεύς — έως, ὁ, Μ νοσοκόμος μοναχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βαλανεύς «υπηρέτης βαλανείου»] …
20συμβαλανεύομαι — Α λούζομαι σε δημόσιο λουτρό μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βαλανεύω (< βαλανεύς)] …