βαλανείτης
1βαλανείτης — βαλανείτης, ο (Α) ο βαλανεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανείον ή βαλανεύς] …
2βαλανείτης — masc nom sg …
3βαλανείτην — βαλανείτης masc acc sg (attic epic ionic) …
1βαλανείτης — βαλανείτης, ο (Α) ο βαλανεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανείον ή βαλανεύς] …
2βαλανείτης — masc nom sg …
3βαλανείτην — βαλανείτης masc acc sg (attic epic ionic) …