βαθυκύμων
1βαθυκύμων — βαθυκύμων, ον (Α) με βαθιά, μεγάλα κύματα …
2βαθυκύμονας — βαθυκύμων deep in waves masc/fem acc pl …
3βαθυκύμονι — βαθυκύμων deep in waves dat sg …
4βαθυκύμονος — βαθυκύμων deep in waves gen sg …
5βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… …