βαβυλωνία

  • 61ιατρική — Η επιστήμη που μελετά τις ασθένειες και τη θεραπευτική τους αντιμετώπιση. Η ι. έχει τις απαρχές της στον πρωτόγονο άνθρωπο, όταν αυτός συνέλαβε την έννοια του φυσικού κακού από το οποίο υπέφερε και στη συνέχεια αναζήτησε και απέκτησε εμπειρικά τα …

    Dictionary of Greek

  • 62Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …

    Dictionary of Greek

  • 63Ιωακείμ — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (19ος αι.). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1821 24). Διαδέχθηκε τον Κυπριανό, ο οποίος απαγχονίστηκε από τους Τούρκους το 1821. Ο Ι. παραιτήθηκε από το αξίωμά του, εξαιτίας αντιδράσεων των πιστών προς… …

    Dictionary of Greek

  • 64Καρακάσης, Λαίλιος — (Σμύρνη 1887 – Αθήνα 1951). Ευθυμογράφος και μουσικοσυνθέτης. Κατά την περίοδο που ζούσε στη Σμύρνη έγραφε σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά με το ψευδώνυμο Επιθεωρητής. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922) εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Έγραψε… …

    Dictionary of Greek

  • 65Κασσίτες ή Κοσσαίοι — Αρχαίος λαός της Μεσοποταμίας. Ζούσαν στην οροσειρά Ζάγρος του δυτικού Ιράν, στην περιοχή του σημερινού Λουριστάν, κατά τη διάρκεια της 2ης και 1ης χιλιετίας π.Χ. Στα μέσα του 18ου αι. π.Χ. οι Κ. εισέβαλαν στη Βαβυλωνία, την κατάκτηση της οποίας… …

    Dictionary of Greek

  • 66Κοζίντσεφ, Γκριγκόρι Μιχαήλοβιτς — (Grigorij Mikhailovich Kozintsev, Κίεβο 1905 – Λένινγκραντ [σημερινή Αγία Πετρούπολη] 1973). Ρώσος σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σε πολύ νεαρή ηλικία ίδρυσε στο Λένινγκραντ, μαζί με τον Λεονίντ Τράουμπεργκ, μια πρωτοποριακή… …

    Dictionary of Greek

  • 67Κωνσταντόπουλος, Σπύρος — (Αθήνα 1925 –). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης και από το 1953 και μετά ερμήνευσε δεκάδες ρόλους, συνεργαζόμενος με σημαντικούς θιασάρχες, όπως τους Μυράτ, Μουσούρη, Βέμπο, Χορν, Καρέζη,… …

    Dictionary of Greek

  • 68Λογοθέτης, Ηλίας — (Λευκάδα 1940 –). Ηθοποιός. Σπούδασε στη σχολή Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, με τον οποίο έκανε τα πρώτα του βήματα στη σκηνή, ερμηνεύοντας στην αρχή έργα κλασικού ρεπερτορίου. Αργότερα, στο πλαίσιο της ενασχόλησής του με το ελεύθερο θέατρο,… …

    Dictionary of Greek

  • 69Μάνης ή Μανιχαίος — (Μαρντίνου ή Αφρούνια Μεσοποταμίας 216 – Γκουντεσαχπούρ 277 μ.Χ.). Πέρσης ιδρυτής της θρησκείας του μανιχαϊσμού (βλ. λ.). Καταγόταν από τη νότια Βαβυλωνία και ο πατέρας του Πατέκ ανήκε σε μια θρησκευτική κοινότητα (Μανταίοι ή Γνωστικοί), όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 70Μαυρέας, Κυριάκος — (Αθήνα 1902 – 1958). Ηθοποιός του θεάτρου. Εμφανίστηκε σε νεαρή ηλικία στο θέατρο, αρχικά ως τενόρος (στην επιθεώρηση Παναθήναια με τον θίασο Παπαϊωάννου, το 1920) και κατόπιν άρχισε να ερμηνεύει με εξαιρετική απόδοση διάφορους κωμικούς ρόλους. Η …

    Dictionary of Greek