βαβυλωνία

  • 41νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …

    Dictionary of Greek

  • 42οχλαγωγία — η (Α ὀχλαγωγία) [οχλαγωγός] θορυβώδης συνάθροιση πλήθους νεοελλ. 1. συγκέντρωση όχλου που γίνεται με θόρυβο και τείνει στη δημιουργία ταραχών 2. (κατ επέκτ.) θόρυβος που προέρχεται από δυνατές συγκεχυμένες φωνές, οχλοβοή, βαβυλωνία, χάβρα αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 43πίθων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σωματοφύλακας και φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το 325 π.Χ. ήταν τριήραρχος στο στόλο του Ινδού ποταμού και δυο χρόνια αργότερα έγινε φρούραρχος της Μηδίας. Επικεφαλής σώματος στρατού κατάστειλε την αποστασία των… …

    Dictionary of Greek

  • 44πανδαιμόνιο — το 1. τόπος διαμονής όλων τών δαιμόνων 2. συνεκδ. πρωτεύουσα τού φανταστικού βασιλείου τής Κόλασης, όπου συνέρχονται τα συμβούλια τών δαιμόνων 3. μτφ. μεγάλος θόρυβος από φωνές και κρότους σε συνδυασμό με πλήρη σύγχυση και αταξία, αλλ. βαβυλώνια …

    Dictionary of Greek

  • 45παρωδία — Λογοτεχνική σύνθεση ή θέαμα (πρόζας, επιθεώρησης, χορού, μουσικής, κινηματογράφου) που παρωδεί το περιεχόμενο ή το ύφος και τη γλώσσα ενός άλλου κειμένου ή θεάματος. Το έργο που παρωδείται πρέπει να πληρεί δύο προϋποθέσεις, να είναι σοβαρό και να …

    Dictionary of Greek

  • 46πιθών — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σωματοφύλακας και φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το 325 π.Χ. ήταν τριήραρχος στο στόλο του Ινδού ποταμού και δυο χρόνια αργότερα έγινε φρούραρχος της Μηδίας. Επικεφαλής σώματος στρατού κατάστειλε την αποστασία των… …

    Dictionary of Greek

  • 47πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …

    Dictionary of Greek

  • 48σφραγιδόλιθος — Μικρή πέτρα, πολύτιμη τις περισσότερες φορές, δεμένη πάνω σε δαχτυλίδι ή σε απλή σφραγίδα, με έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις ή γράμματα, που τη χρησιμοποιούσαν κυρίως για τη σφράγιση επιστολών. Σ. προϊστορικής εποχής βρίσκονται στην Αίγυπτο, τη …

    Dictionary of Greek

  • 49τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …

    Dictionary of Greek

  • 50Αναθώθ — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Εγγονός του Βενιαμίν και γιος του Βαχίρ. 2. Προύχοντας των Ισραηλιτών που γύρισαν από τη βαβυλώνια αιχμαλωσία. Μαζί με τον Έσδρα και τον Νεεμία υπέγραψε την τήρηση της Διαθήκης του Θεού …

    Dictionary of Greek