-
1 βήχας
[вихас] ουσ. а. кашель,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βήχας
-
2 кашель
-
3 кашель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кашель
-
4 горловой
горл||ово́йприл τοῦ λαιμοῦ, λαρυγγικός:\горловойово́й ка́шель ὁ βήχας, ὁ ξερόβηχας· \горловойовая чахотка ἡ φυματίωση (или ἡ φθίση) τοῦ λάρυγγος. -
5 кашель
кашельм ὁ βήχας, ὁ βήξ, τό βήξιμο[ν]. -
6 покашливание
покашлива||ниес τό ἐλαφρό βήξιμο, ὁ βήχας. -
7 приступ
приступм1. (болезни, тж. гнева и т. п.) ἡ κρίση [-ις], ἡ προσβολή, ὁ παροξυσμός:\приступ лихорадки ὁ παροξυσμός πυρετοῦ, ἡ θερμασιά· \приступ бо́ли ὁ ὁξύς πόνος, ἡ σουβλιά· \приступ кашля ὁ δυνατός βήχας, ὁ παροξυσμός βηχός· сердечный \приступ ἡ καρδιακή προσβολή, ἡ κρίση τής καρδίας·2. воен. ἡ ἐπίθεση [-ις], ἡ ἐφοδος:идти́ на \приступ κά(μ)νω ἔφοδον взять \приступом παίρνω μ' Εφοδο. -
8 раскашляться
раскашлятьсясов βήχω δυνατά, μέ πιάνει δυνατός βήχας. -
9 кашель
[κάσυλ'] ουσ. α. βήχας -
10 кашель
[κάσυλ'] ουσ α βήχας -
11 долить
долить 1-лью, -льшь, παρλθ. χρ. долил κ. долил, долила, долило κ. долило, προστκ. долей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. долитый, βρ: долит κ. долит, долита, долито κ. долитоρ.σ.μ.1. χύνω, ρίχνω συμπληρωματικά, ακόμα•чайник ρίχνω ακόμα νερό στο τσαερό.
2. απογεμίζω• χύνω ως•долить в стакан молока απογεμίζω το ποτήρι με γάλα•
долить воды до половины бутылки ρίχνω νερό ως τη μέση του μποκαλιού.
χύνομαι ως, τρέχω, ρέω• χύνομαι ολοκληρωτικά.долить 2-ит, ρ.δ.μ.(παλ. κ. απλ.) βασανίζω, καταπονώ, κατατρύχω• πιάνω, κυριεύω•кашель его -ит τον πιάνει ο βήχας.
-
12 душить
душить 1душу, душишь ρ.δ.μ.1. πνίγω, θανατώνω, στραγγαλίζω•кошка -ит цыплят η γάτα πνίγει τα πουλάκια.
|| περιορίζω• εκμηδενίζω•душить критику πνίγω την κριτική•
душить свободу στραγγαλίζω τη λευτεριά.
2. συγκρατώ• σφίγγω•смех его -ит τον πνίγει το γέλιο•
меня -ит кашель με πνίγει ο βήχας•
меня -ит узкий ворот με σφίγγει ο γιακάς.
|| μτφ. καταπιέζω, βασανίζω, κατατρύχω (για σκέψεις, αισθήματα κ.τ.τ.).εκφρ.душить в объятиях – σφιχταγκαλιάζω•душить поцелуями – καταφιλώ.πνίγομαι.душить 2душу, душишьρ.δ.μ.αρωματίζω.αρωματίζομαι. -
13 зловещий
επ., βρ: -вещ, -а, -оκακός, απαίσιος, αποτρόπαιος, -ιαστικός• κάκιστος•-голос απαίσια φωνή•
-ие признаки κακά σημάδια•
зловещий сон κακό (άσχημο) όνειρο•
-ее преступление στυγερό έγκλημα•
-ее карканье απαίσιος κρωγμός•
-ая птица κακός οιωνός.
|| βλοσυρός• δεινός• φοβερός•-ая тишина φοβερή ησυχία•
зловещий кашель φοβερός βήχας.
-
14 кашель
-шля α. βήχας•сухой кашель ξηρόβηχας.
-
15 перхота
-ы θ. (απλ.) βήχας, ξερόβηχας. -
16 повадно
επίρ.(απλ.) καλά, ευχάριστα, εύκολα.εκφρ.чтобы не было повадно – για να του κοπεί η όρεξη ή ο βήχας (για να μην το ξανα-νει). -
17 приступ
-а α.1. παλ. αρχή, έναρξη2. παλ. εισαγωγή (σε λόγο, έργο κ.τ.τ.).3. παροξυσμός, κρίση•приступ лихорадки παροξυσμός πυρετού•
приступ кашля παροξυσμός βήχα, υλακώδης βήχας•
сердечный приступ καρδιακή κρίση.
4. πλησίαση, σίμωμα, ζύγωμα, προσέγγιση.5. (στρατ.) έφοδος•взять -ом παίρνω με έφοδο.
εκφρ.- у нет – είναι απρόσιτο (πανάκριβο) ή είναι απρόσιτος (δεν μπορείς να επικοινωνήσεις). -
18 рвота
-ы θ.εμετός•кашель со -ой βήχας με εμετό.
|| το ξερατό. -
19 стихнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. стих, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. стихший κ. стихнувшийρ.σ.ησυχάζω, καλμάρω, σιγώ, παύω, σταματώ•песня -ла το τραγούδι έπαψε•
крики -ли οι κραυγές σταμάτησαν•
птицы -ли τα πουλιά σίγασαν•
пулемт стих το πολυβόλο σίγασε•
ветер стих ο άνεμος καταλάγιασε•
буря -ла η θύελλα κόπασε (κάλμαρε)•
кашел стих ο βήχας ησύχασε (μαλάκωσε).
См. также в других словарях:
βήχας — ο 1. απότομη, σπασμωδική εκπνοή αέρα από τα πνευμόνια που παράγει χαρακτηριστικό, οξύ ήχο: Κάθε πρωί τον πιάνει ένας φοβερός βήχας. 2. φρ., «Του έκοψα το βήχα», έβαλα τέρμα στις απαιτήσεις κάποιου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βήχας — Αντανακλαστικό φαινόμενο που συνίσταται στη βίαιη εκπνοή, με τη γλωττίδα αρχικά κλεισμένη, για να ανοίξει στη συνέχεια απότομα. Αποσκοπεί στην απομάκρυνση εκκριμάτων και ξένων σωμάτων από τις αεροφόρους οδούς. Το αντανακλαστικό του β.… … Dictionary of Greek
βῆχας — βήξ cough masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορακόβηχας — ο 1. ξηρός, συνεχής και επίμονος βήχας που μοιάζει με τον κρωγμό τού κόρακα 2. ο βήχας που προκαλεί ο κοκίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + βήχας (< βήχας), πρβλ. γαϊδουρό βηχας, ξερό βηχας] … Dictionary of Greek
κοκίτης — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος. Προσβάλλει εκλεκτικά τις ανώτερες αναπνευστικές οδούς και χαρακτηρίζεται από τυπικούς παροξυσμούς σπασμωδικού βήχα, με σπασμό της γλωττίδας και αποβολή λεπτόρρευστης, βλεννώδους απόχρεμψης. Ο κ. προσβάλλει… … Dictionary of Greek
ξερόβηχας — ο 1. βήχας ξηρός, χωρίς αποχρέμψεις 2. προσποιητό βήξιμο κάποιου για να τραβήξει την προσοχή άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + βήχας] … Dictionary of Greek
ξηρόβηξ — ξηρόβηξ, ὁ (Α) βήχας χωρίς φλέγματα, χωρίς αποχρέμψεις, ξερόβηχας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + βήξ «βήχας»] … Dictionary of Greek
Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen — sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit individuellem Deklinationsschema … Deutsch Wikipedia