βένθος
1βένθος — depth neut nom/voc/acc sg …
2βένθος — Το σύνολο των οργανισμών που ζουν πάνω ή μέσα στον πυθμένα των αλμυρών ή γλυκών υδάτινων εκτάσεων. Χωρίζεται σε φυτοβένθος και ζωοβένθος. Το φυτοβένθος περιλαμβάνει φυτά που στηρίζονται στον πυθμένα, ενώ το ζωοβένθος περιλαμβάνει ζώα που είτε… …
3βένθος — το αντίθ. το πλαγκτόν όνομα του συνόλου των ζωικών και φυτικών οργανισμών που ζουν στο βυθό των θαλασσών και των λιμνών: Το βένθος παραμένει σχεδόν άγνωστο, παρ όλες τις επιστημονικές προόδους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4βένθει — βένθος depth neut nom/voc/acc dual (attic epic) βένθεϊ , βένθος depth neut dat sg (epic ionic) βένθος depth neut dat sg …
5βένθη — βένθος depth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βένθος depth neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
6βένθεα — βένθος depth neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …
7βένθεος — βένθος depth neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …
8βένθεσι — βένθος depth neut dat pl …
9βένθεσιν — βένθος depth neut dat pl …
10βένθεσσι — βένθος depth neut dat pl (epic) …