βάϑρον
1βάθρον — that on which anything steps neut nom/voc/acc sg …
2βάθροιν — βάθρον that on which anything steps neut gen/dat dual …
3βάθροις — βάθρον that on which anything steps neut dat pl …
4βάθροισι — βάθρον that on which anything steps neut dat pl (epic ionic aeolic) …
5βάθροισιν — βάθρον that on which anything steps neut dat pl (epic ionic aeolic) …
6βάθρου — βάθρον that on which anything steps neut gen sg …
7βάθρων — βάθρον that on which anything steps neut gen pl …
8βάθρῳ — βάθρον that on which anything steps neut dat sg …
9καλόβαθρο — το (AM καλόβαθρον) καθένα από τα δύο ξύλινα κοντάρια τα οποία έχουν στο κάτω μέρος τους από μια μικρή βαθμίδα πάνω στην οποία πατώντας μπορεί κάποιος να περπατήσει ενώ βρίσκεται σε κάποιο ύψος πάνω από το έδαφος, αλλ. ξυλοπόδαρο νεοελλ.… …
10κωλόβαθρον — κωλόβαθρον, τὸ (Α) το ξυλοπόδαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + βάθρον (< βαίνω), πρβλ. διά βαθρον, υπό βαθρον] …