βάϑρον
21κιονόβαθρο — το η βάση τού κίονα, ο κιονοστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + βαθρο (< βάθρον), πρβλ. τοιχό βαθρο, υπό βαθρο] …
22πρωτόβαθρος — ον, Α 1. αυτός που κάθεται στο πρώτο βάθρο, αυτός που κατέχει την πρωτοκαθεδρία 2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ἐν ταῑς σκηναῑς οἱ πρῶτοι τῶν χορευτῶν ἑστῶτες». [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + βάθρον] …
23σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… …
24υπόβαθρος — ον, ΜΑ τοποθετημένος σε βάθρο, σε βάση, υπερυψωμένος («τὸ κιβούριόν ἐστιν ἀντὶ τοῡ τόπου ἔνθα ἐσταυρώθη ὁ Χριστός ἐγγὺς γὰρ ἦν ὁ τόπος καὶ ὑπόβαθρος ὅπου ἐτάφη», Βασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βάθρον] …
25ԲԱԴՐՈՆ — (ի.) NBH 1 400 Chronological Sequence: Unknown date, 10c գ. ԲԱԴՐՈՆ ԲԱԴՐՈՆԱԿ. որ եւ ԲԱԹՐՈՆ. Բառ յն. վա՛թռօն, վաթռա՛տիոն. βάθρον , եւ βαθράδιον որ նշանակէ՝ Սանդուղք, աստիճան, նստարան, բազմոց. գահ. scamnum, subsellium ... *Ի վայր ʼի բադրոնէ բեմին… …
26ԲԱԴՐՈՆԱԿ — (ի.) NBH 1 400 Chronological Sequence: Unknown date, 10c գ. ԲԱԴՐՈՆ ԲԱԴՐՈՆԱԿ. որ եւ ԲԱԹՐՈՆ. Բառ յն. վա՛թռօն, վաթռա՛տիոն. βάθρον , եւ βαθράδιον որ նշանակէ՝ Սանդուղք, աստիճան, նստարան, բազմոց. գահ. scamnum, subsellium ... *Ի վայր ʼի բադրոնէ բեմին… …
27ԲԱԹՐՈՆ — ( ) NBH 1 421 Chronological Sequence: Early classical Տ. ԲԱԴՐՈՆ. *Զոր օրինակ եթէ ոք վասն բաթրոնի՝ որ ʼի տան իցէ, կամ վասն սանդղոց՝ պայծառանալ համարիցի, եւ ոչ վասն զի մարդն է՝ յօրանալ. Ոսկ. մտթ. (Ըստ յն. վա՛թրօն, βάθρον , է սանդուղք, եւ խարիսխ, եւ …
28ՍԱՐԻՍԽ — ( ) NBH 2 0700 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 13c Տ. ԽԱՐԻՍԽ. βάσις, βάθρον basis, fundamentum. *Այոքան հաստիւք սարիսխ եդեալ, յոչնչի հաստատեալ: Ունի հաստատութիւն զառ ʼի քէն (կամ զ՝ի քեզ) սարիսխն ʼի վերայ անհաստատ հիման հաստատեալ. Պիսիդ …
29βάθρα — βάθρᾱ , βάθρα fem nom/voc/acc dual βάθρᾱ , βάθρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) βάθρον that on which anything steps neut nom/voc/acc pl …
30gʷā-, gʷem- — gʷā , gʷem English meaning: to go, come Deutsche Übersetzung: “gehen, kommen; zur Welt kommen, geboren werden” Note: Root gʷü , gʷem : “to go, come” from zero grade of Root aĝ (*heĝ ): “to lead, *drive cattle”. Material:… …