βάφ

  • 1ιοβάφινος — ἰοβάφινος, ον (Μ) ιοβαφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βάφ ινος (< θ. βαφ τού βαφή + ινος), πρβλ. ξύλ ινος, πέτρινος] …

    Dictionary of Greek

  • 2βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» …

    Dictionary of Greek

  • 3μηλοβαφής — μηλοβαφής, ές (Α) βαμμένος με κίτρινο χρώμα, όπως είναι το χρώμα τών κυδωνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + βαφής (< θ. βαφ , πρβλ. βαφή τού βάπτω), πρβλ. θαλασσο βαφής, χρυσο βαφής] …

    Dictionary of Greek

  • 4προολκέας — ο, Ν δίτροχο εξάρτημα που τοποθετείται μπροστά από το αλέτρι για να το συνδέει με τον ιστοβοέα και να ρυθμίζει το βάθος τού οργώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προολκή «έλξη προς τα εμπρός» + κατάλ. έας (πρβλ. βαφ έας)] …

    Dictionary of Greek

  • 5σκαφή — Ορεινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 520 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 199 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο οικισμοί, η Πέρα Σκάφη (68 κάτ., υψόμ. 500 μ.) και το Αργαστήρι (36 κάτ.,… …

    Dictionary of Greek

  • 6βάφομαι — βάφομαι, βάφ(τ)ηκα, βαμμένος βλ. πίν. 122 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής