βάσκ' ἴϑι

  • 1βάσκω — (Α) 1. φρ. «βάσκ ἴθι» εμπρός, άντε πήγαινε 2. έλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βă σκ ω παράλληλος και πολύ πιο σπάνιος τ. ενεστώτα του βαίνω από θ. βă , συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας βă / βη (ή, κατ άλλους, από αρχική ρίζα *gwem ) και ενεστωτικό θαμιστικό… …

    Dictionary of Greek