βάλανε το
11νάρθηκας — ο 1. μέρος μπροστά από τον κυρίως ναό. 2. (βοτ.), είδος φυτού: Νάρθηκας ο γλαυκός, αλλ. κουρκούτα. 3. (ιατρ.), κατασκευή για την ακινητοποίηση σπασμένου μέλους του σώματος: Του βάλανε νάρθηκα στο πόδι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
12πατωσιά — η πάτωμα, κάλυψη, στρώση, στιβάδα: Βάλανε τα σύκα στο καλάθι πατωσιές πατωσιές …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
13πρόστιμο — το χρηματική ποινή: Του βάλανε πρόστιμο για τροχαία παράβαση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
14τρικλοποδιά — η 1. τοποθέτηση του ποδιού ανάμεσα στα πόδια κάποιου για να πέσει αυτός κάτω, πεδίκλωμα: Του βαλε τρικλοποδιά και τον έριξε. 2. μηχανορραφία, δόλια ενέργεια σε βάρος κάποιου: Του βάλανε τρικλοποδιές στη ζωή του, γι αυτό δεν προόδεψε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
15φαγοπότι — το 1. το σύνολο των φαγητών και των ποτών στο τραπέζι: Του βάλανε μπροστά του φαγοπότι. 2. το να τρώει κανείς και συγχρόνως να πίνει οινοπνευματώδη ποτά: Αρχίσανε το φαγοπότι. 3. συμπόσιο, τσιμπούσι, γλέντι, ξεφάντωμα, διασκέδαση: Το ρίξαμε στο… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
- 1
- 2