βάκανον
1βάκανον — cabbage neut nom/voc/acc sg …
2βακάνου — βάκανον cabbage neut gen sg …
3βακάνων — βάκανον cabbage neut gen pl …
4πήγανο — το / πήγανον, ΝΜΑ, και απήγανο και απήγανος, ο, Ν φυτό που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί γένος το οποίο ανήκει στην οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ζυγοφυλλίδες και περιλαμβάνει 5 περίπου είδη, σημαντικότερο… …