βάζω
101ἐβάζετε — βάζω speak imperf ind act 2nd pl …
102ἐβάζομεν — βάζω speak imperf ind act 1st pl …
103ἔβαζε — βάζω speak imperf ind act 3rd sg …
104ἔβαζεν — βάζω speak imperf ind act 3rd sg …
105ἔβαξας — βάζω speak aor ind act 2nd sg …
106ἔβασαν — βάζω speak aor ind act 3rd pl ἔβᾱσαν , βαίνω walk aor ind act 3rd pl (doric) ἔβᾱσαν , βαίνω walk aor ind act 3rd pl (doric) …
107ἔβασεν — βάζω speak aor ind act 3rd sg ἔβᾱσεν , βαίνω walk aor ind act 3rd sg (doric) …
108βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… …
109επιθέτω — και μέσ. επιτίθεμαι (AM ἐπιτίθημι και μέσ. ἐπιτίθεμαι) 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εφαρμόζω 2. βάζω κάτι στην κορυφή 3. μέσ. επιτίθεμαι εφορμώ, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου νεοελλ. μέσ. αντιτίθεμαι, ελέγχω με σφοδρότητα κάποιον… …
110κατατίθημι — (AM) μσν. μέσ. κατατίθεμαι α) αφήνω, εγκαταλείπω, απαρνούμαι β) συμφωνώ, δέχομαι γ) καταλήγω μόνιμα, εγκαθίσταμαι κάπου μσν. αρχ. ενεργ. (για νεκρό) ενταφιάζω αρχ. 1. τοποθετώ, αφήνω κάτι κάτω, αποθέτω 2. βγάζω τα όπλα μου και τά αφήνω κατά μέρος …