βάδος
1βάδος — βάδος, ο (Α) [βαδίζω] βάδιση, περπάτημα …
2βάδος — walk masc nom sg …
3βάδω — βάδος walk masc nom/voc/acc dual βάδος walk masc gen sg (doric aeolic) …
4βάδον — βάδος walk masc acc sg …
5βάδου — βάδος walk masc gen sg …
6βάδους — βάδος walk masc acc pl …
7βάδων — βάδος walk masc gen pl …
8βάτος — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… …
9μιαιβαδία — μιαιβαδία, (Α) 1. παράνομο βάδισμα 2. συνεκδ. παράνομη ενέργεια, παράνομος τρόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι (βλ. λ. μιαίνω) + βαδία (< βάδος «οδός»)] …
10μογιβαδής — μογιβαδής, ές (Α) αυτός που ταλαντεύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. μόγις «μόλις, μετά βίας» + βαδής (< βάδος)] …
- 1
- 2