αὗος
1αύος — αὖος, η, ον και αὗος, η, ον και ος, ον (Α) 1. (για ξύλα, καρπούς κ.λπ.) ξερός, στεγνός 2. (για φύλλα) μαραμένος, ξερός 3. (για τους γέρους) αυτός που τρέμει (κυρίως από φόβο), που έχει το εύθραυστο του ξερού φύλλου 4. διψασμένος 5. εμβρόντητος,… …
2Αύος — Αὖος, ο (Μ) άλλη ονομασία του ποταμού Αώου …
3αὖος — dry masc nom sg …
4αὗος — αὖος dry masc nom sg (attic) …
5αὐότατα — αὖος dry adverbial superl αὖος dry neut nom/voc/acc superl pl …
6αὐοτέροις — αὖος dry masc/neut dat comp pl …
7αὐότεραι — αὖος dry fem nom/voc comp pl …
8αὐότερος — αὖος dry masc nom comp sg …
9αὔαις — αὖος dry fem dat pl …
10αὔη — αὖος dry fem nom/voc sg (attic epic ionic) …