αὖος
11αὔης — αὖος dry fem gen sg (attic epic ionic) …
12αὖα — αὖος dry neut nom/voc/acc pl …
13αὖαι — αὖος dry fem nom/voc pl …
14αὖοι — αὖος dry masc nom/voc pl …
15αὗοι — αὖος dry masc nom/voc pl (attic) …
16Закон Педерсена — Хольгер Педерсен до 1896 года в Грайфсвальде. Закон Педерсена[1] (другие названия  правило «руки», переход *s в *x)  фонетический закон, сформулированный независимо друг от друга К …
17αυαίνω — αὐαίνω και αττ. αὑαίνω (Α) [αὖος και αὖος] 1. ξεραίνω, στεγνώνω 2. μαραίνω, καταστρέφω 3. ξεραίνομαι …
18αυονή — (I) αὐονή, η (Α) ξηρασία, στεγνότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αύος + ονή, επίθημα με το οποίο σχηματίστηκαν αρκετά αφηρημένα ουσιαστικά (πρβλ. ηδονή, καλλονή]. (II) ἀυονή, η (Α) κραυγή, ξεφωνητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του Σιμωνίδη, που είτε αποτελεί μεταρρηματικό… …
19ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …
20αὔα — αὔᾱ , αὖος dry fem nom/voc/acc dual αὔᾱ , αὖος dry fem nom/voc sg (doric aeolic) …