αὖθι(ς

  • 11κηδεμόνας — ο, η (Α κηδεμών, όνος, ό) αυτός που επιβλέπει και φροντίζει άτομο ανήλικο ή υπεξούσιο (α. «να έρθεις στο σχολείο αύριο με τον κηδεμόνα σου» β. «τοῡδε γὰρ σὺ κηδεμών», Σοφ.) αρχ. (γενικά) 1. αυτός που έχει τη φροντίδα προσώπου ή πράγματος, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 12μέλπηθρα — μέλπηθρα, τὰ (Α) 1. (για άταφο πτώμα) λεία τών κτηνών («μὴ κεῑνος ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ἐκ Τροίης, ἀλλ αὖθι κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «μέλπηθρα σπαράγματα, παίγνια, ἑλκύσματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλπω «εξυμνώ, τραγουδώ» +… …

    Dictionary of Greek

  • 13au̯eg-, u̯ōg-, aug-, ug- —     au̯eg , u̯ōg , aug , ug     English meaning: to magnify, increase     Deutsche Übersetzung: “vermehren, zunehmen”     Note: with s forms au̯ek s , auk s , u̯ek s , uk s     Material: O.Ind. ugrá “immense” (compounds Sup. ōjīyas , ōjiṣ̌ṭha “… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary