αὕριον
1αὕριον — αὔριον , αὔριον to morrow indeclform (adverb) …
2αὔριον — to morrow indeclform (adverb) …
3ταὔριον — αὔριον , αὔριον to morrow indeclform (adverb) …
4αύριο — (AM αὔριον) επίρρ. Ι. 1. την αμέσως επόμενη μέρα 2. πολύ σύντομα, στο εγγύς μέλλον (πρβλ. α) «ἐς αὔριον τὰ σπουδαῑα» όταν επιδιώκεται η αναβολή μιας σπουδαίας συζήτησης β) «τάχ αὔριον ἔσσετ ἄμεινον» το μέλλον θα είναι καλύτερο γ) «σήμερ αύριο»… …
5ՎԱՂԻՒ — (ղուի, ղուէ.) NBH 2 0773 Chronological Sequence: Early classical, 12c, 14c գ. αὕριον, ἑπαύριον, ὅρθρος mane, cras, crastinus, dies. Օրն լուսանալի զկնի այսր աւուր. վաղորդայն. յաջորդ առաւօտ. այգն կամ լուսանալն նորա. վաղուան՝ եգուց օրը, առտուն.… …
6Claremont Profile Method — was elaborated by Ernst Cadman Colwell and his students. Professor Frederik Wisse attempted to establish an accurate and rapid procedure for the classification of the manuscript evidence of any ancient text with large manuscript attestation, and… …
7μεθαύριο — (ΑM μεθαύριον, Α και μεταύριον) επίρρ. κατά την επόμενη από την αυριανή ημέρα, κατά τη μεθεπόμενη ημέρα («μεθαύριο θα διεξαχθεί ο αγώνας») νεοελλ. 1. (ειρωνικά) ουδέποτε, ποτέ («βάστα την όρεξή σου για μεθαύριο») 2. ως ουσ. η μεθαύριον η… …
8μεριμνώ — (ΑM μεριμνῶ, άω) φροντίζω, ανησυχώ, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι («μή οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς», ΚΔ) μσν. 1. στενοχωριέμαι για κάτι 2. συλλογίζομαι, φέρνω στον νου μου 3. προβληματίζομαι… …
9утро — др. русск. утро, ст. слав. оутро ὄρθρος (Ассем., Супр., Мар., Зогр., Рs. Sin., Еuсh. Sin.), наряду с ютро (Мар., Зогр., Рs. Sin.; см. Дильс, Aksl. Gr. 78), болг. утро (Младенов 656), сербохорв. jу̏тро, словен. jutro, чеш. jitro, слвц., польск., в …
10Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …