αὔρᾳ
1αὔρα — αὔρᾱ , αὔρα breeze fem nom/voc/acc dual αὔρᾱ , αὔρα breeze fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2Αὔρα — Αὔρᾱ , Αὔρης masc nom/voc/acc dual Αὔρᾱ , Αὔρης masc voc sg (attic) Αὔρᾱ , Αὔρης masc gen sg (doric aeolic) …
3αὔρᾳ — αὔρᾱͅ , αὔρα breeze fem dat sg (attic doric aeolic) …
4Αὔρᾳ — Αὔρᾱͅ , Αὔρης masc dat sg (attic doric aeolic) …
5αύρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων και ζώων. 1. Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τιτάνα Λήλαντα και της Περίβοιας. Αγαπημένη της ασχολία ήταν το κυνήγι και εξορμούσε, γρήγορη σαν τον άνεμο, μαζί με τις άλλες συνοδούς της Αρτέμιδας. Ο σφοδρός… …
6αύρα — η ελαφρός και δροσερός άνεμος, μπάτης: Η θαλασσινή ή η στεριανή αύρα μετριάζει τη ζέστη το καλοκαίρι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7Αὖρα — Αὔρης masc voc sg Αὔρης masc nom sg (epic) …
8θαλάσσια αύρα — Ελαφρύς άνεμος που πνέει κοντά στις ακτές, από την ανοιχτή θάλασσα, κατά τη διάρκεια σχετικά θερμών ημερών. Αν σε μια παράκτια περιοχή επικρατεί νηνεμία και ο καιρός είναι αίθριος κατά την ανατολή του Ήλιου, τότε, επειδή η ξηρά θερμαίνεται πιο… …
9Θεοδωροπούλου, Αύρα — (Αδριανούπολη 1870 – Αθήνα 1963). Μουσικολόγος και μουσικοκριτικός. Σπούδασε μουσικολογία και από το 1915 δίδαξε πιάνο και ιστορία της μουσικής, αρχικά στο Ωδείο Αθηνών, αργότερα στο Ελληνικό Ωδείο και, τέλος, από την ίδρυσή του το 1924 και έως… …
10αὔρας — αὔρᾱς , αὔρα breeze fem acc pl αὔρᾱς , αὔρα breeze fem gen sg (attic doric aeolic) …