αὔξῃς

  • 1αὔξης — αὔξη dimension fem gen sg (attic epic ionic) αὖξις fem nom/voc pl (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2αὔξῃς — αὔξη dimension fem dat pl (epic) αὐξάνω increase pres subj act 2nd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3μυελαυξής — μυελαυξής, ές (Α) αυτός που συμβάλλει στην αύξηση τού μυελού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + αυξής (< αὐξάνω), πρβλ. νεο αυξής, πολυ αυξής] …

    Dictionary of Greek

  • 4ευαυξής — εὐαυξής, ές (ΑΜ) αυτός που αυξάνεται, που μεγαλώνει γρήγορα και εύκολα («εὐαυξέστερα γὰρ τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων», Θεόφρ.) μσν. αυτός που μεγαλώνει καλά αρχ. 1. ο ψηλός 2. αυτός που έχει αυξημένο όγκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αυξής (< αύξω), πρβλ. αν… …

    Dictionary of Greek

  • 5νεοαυξής — νεοαυξής, ές (Α) νεοαύξητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. πολυ αυξής] …

    Dictionary of Greek

  • 6παλιναυξής — παλιναυξής, ές (Α) αυτός που αυξάνεται εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + αυξής (< αὔξω), πρβλ. ευ αυξής] …

    Dictionary of Greek

  • 7πολυαυξής — ές, Α 1. πολύ αυξημένος 2. μεγάλος σε μέγεθος («πολυαυξής μόσχος», Νικ.) 3. ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. νεο αυξής] …

    Dictionary of Greek

  • 8προαυξής — ές, Α 1. αυτός που πήρε πλήρη ανάπτυξη, ο τελείως αυξημένος 2. ο σχετικός με ηλικιωμένα άτομα («νόσοι προαυξέες» νόσοι που προσβάλλουν ηλικιωμένα άτομα, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. δυσ αυξής] …

    Dictionary of Greek

  • 9φιλαυξής — ους, ὁ, ἡ, Μ αυτός που αγαπά την αύξηση, που τείνει να αυξάνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. πολυ αυξής] …

    Dictionary of Greek