αὑονή
1αὐονή — dryness fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2αυονή — (I) αὐονή, η (Α) ξηρασία, στεγνότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αύος + ονή, επίθημα με το οποίο σχηματίστηκαν αρκετά αφηρημένα ουσιαστικά (πρβλ. ηδονή, καλλονή]. (II) ἀυονή, η (Α) κραυγή, ξεφωνητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του Σιμωνίδη, που είτε αποτελεί μεταρρηματικό… …
3αὐονήν — αὐονή dryness fem acc sg (attic epic ionic) …
4αὐονά — αὐονά̱ , αὐονή dryness fem nom/voc/acc dual αὐονά̱ , αὐονή dryness fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5αὑονά — αὐονά̱ , αὐονή dryness fem nom/voc/acc dual αὐονά̱ , αὐονή dryness fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6αύος — αὖος, η, ον και αὗος, η, ον και ος, ον (Α) 1. (για ξύλα, καρπούς κ.λπ.) ξερός, στεγνός 2. (για φύλλα) μαραμένος, ξερός 3. (για τους γέρους) αυτός που τρέμει (κυρίως από φόβο), που έχει το εύθραυστο του ξερού φύλλου 4. διψασμένος 5. εμβρόντητος,… …
7αὐονάν — αὐονά̱ν , αὐονή dryness fem acc sg (doric aeolic) …
8αὑονήν — αὐονήν , αὐονή dryness fem acc sg (attic epic ionic) …