αὑλαία
1αὐλαία — αὐλαίᾱ , αὔλειος of fem nom/voc/acc dual αὐλαίᾱ , αὔλειος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱ , αὐλαία curtain fem nom/voc/acc dual αὐλαίᾱ , αὐλαία curtain fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱ , αὐλαῖος doorkeeper fem… …
2αὐλαίᾳ — αὐλαίᾱͅ , αὔλειος of fem dat sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱͅ , αὐλαία curtain fem dat sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱͅ , αὐλαῖος doorkeeper fem dat sg (attic doric aeolic) …
3αυλαία — Στο θέατρο, παραπέτασμα που χωρίζει την αίθουσα από τη σκηνή. Τοποθετημένη αμέσως μετά το πλαίσιο της σκηνής, είναι φτιαγμένη κατά κανόνα από βελούδο, με μια πλατιά κροσσωτή ταινία στο κάτω μέρος· κάποτε είναι διακοσμημένη στο επάνω μέρος με ένα… …
4αυλαία — η παραπέτασμα που χωρίζει τη σκηνή του θεάτρου από το προορισμένο για τους θεατές τμήμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5αὔλαια — αὔλειος of neut nom/voc/acc pl αὐλαῖος doorkeeper neut nom/voc/acc pl …
6αὐλαίας — αὐλαίᾱς , αὔλειος of fem acc pl αὐλαίᾱς , αὔλειος of fem gen sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱς , αὐλαία curtain fem acc pl αὐλαίᾱς , αὐλαία curtain fem gen sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱς , αὐλαῖος doorkeeper fem acc pl αὐλαίᾱς , αὐλαῖος… …
7αὐλαίαν — αὐλαίᾱν , αὔλειος of fem acc sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱν , αὐλαία curtain fem acc sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱν , αὐλαῖος doorkeeper fem acc sg (attic doric aeolic) …
8αὐλαιῶν — αὐλαία curtain fem gen pl …
9καταπεταννύω — (Α καταπετάννυμι και καταπεταννύω) αφήνω κάτι να πέσει, να απλωθεί από πάνω προς τα κάτω, να απλωθεί πάνω σε κάτι, ξεδιπλώνω, ανοίγω πάνω σε κάτι (α. «κατὰ λῑτα πετάσσας» αφού άπλωσε από πάνω ένα λινό πανί, Ομ. Ιλ. β. «κατὰ μὲν ἱστία πετάσατε»… …
10Кавадиа, Тассо — Тассо Кавадиа Тассо Кавадиа (греч. Τασσώ Καββαδία) (10 января 1921 года, Патри  18 декабря 2010 года, Афины)  греческая актриса театра и кино …