αὑαλέος
1αυαλέος — αὐαλέος, α, ον (Α) 1. ξερός, στεγνός 2. μαραμένος, ηλιοκαμένος 3. (για τα μάτια) άυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Επαυξημένος τ. του ουσ. αύος* με το επίθημα αλέος* (πρβλ. αζαλέος, ισχαλέος κ.ά.)] …
2αὐαλέος — dry masc nom sg …
3αὐαλέα — αὐαλέος dry neut nom/voc/acc pl αὐαλέᾱ , αὐαλέος dry fem nom/voc/acc dual αὐαλέᾱ , αὐαλέος dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
4αὐαλέαι — αὐαλέος dry fem nom/voc pl αὐαλέᾱͅ , αὐαλέος dry fem dat sg (attic doric aeolic) …
5αὐαλέον — αὐαλέος dry masc acc sg αὐαλέος dry neut nom/voc/acc sg …
6αὐαλέων — αὐαλέος dry fem gen pl αὐαλέος dry masc/neut gen pl …
7αὐαλέαις — αὐαλέος dry fem dat pl …
8αὐαλέη — αὐαλέος dry fem nom/voc sg (epic ionic) …
9αὐαλέην — αὐαλέος dry fem acc sg (epic ionic) …
10αὐαλέης — αὐαλέος dry fem gen sg (epic ionic) …