αὐχμῶ
1αυχμώ — αὐχμῶ ( έω και άω) (Α) [αυχμός] 1. είμαι στεγνός, ξερός, άνυδρος 2. είμαι βρόμικος, ρυπαρός …
2αὐχμῶ — αὐχμάω to be squalid imperf ind mp 2nd sg (doric) αὐχμάω to be squalid pres imperat mp 2nd sg αὐχμάω to be squalid pres subj act 1st sg (attic epic ionic) αὐχμάω to be squalid pres ind act 1st sg (attic epic ionic) αὐχμάω to be squalid pres subj… …
3αὐχμῷ — αὐχμάω to be squalid pres opt act 3rd sg αὐχμός drought masc dat sg …
4αυχμός — αὐχμός, ο και αὐχμή, η (Α) 1. ξηρασία, ανομβρία 2. έλλειψη, απουσία 3. τα αποτελέσματα της ξηρασίας, τραχύτητα 4. (για το ύφος) στεγνότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυχμός συνδέεται με τα αύος, αύω μέσω ενός επιθηματικού στοιχείου χμ (πρβλ. νεοχμός), κατά… …
5εξαυχμώ — (I) έω ή άω ἐξαυχμῶ (Α) [αυχμώ] ξεραίνομαι («ὅταν ἐξαυχμῶσι δι ἀνυδρίαν», Θεοφρ.). (II) όω ἐξαυχμῶ [αυχμός] ξεραίνω («ἐξαυχμοῡται και ἐξυδατοῡται», Διογ. Λαέρτ.) …
6επαυχμώ — ἐπαυχμῶ, έω (Α) προκαλώ ξηρασία, ξηραίνω («Ζεύς... ἐπαυχμήσας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αυχμώ «είμαι ξηρός»] …
7συναυχμώ — έω, Α είμαι βρόμικος ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αὐχμῶ «είμαι ξερός, ρυπαρός» (< αὐχμός)] …
8ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …