αὐχμήεις
1αὐχμήεσσα — αὐχμήεις fem nom/voc sg …
2αὐχμήενθ' — αὐχμήεντα , αὐχμήεις neut nom/voc/acc pl αὐχμήεντα , αὐχμήεις masc acc sg αὐχμήεντι , αὐχμήεις masc/neut dat sg αὐχμήεντε , αὐχμήεις masc/neut nom/voc/acc dual …
3υπαυχμήεις — εσσα, εν, Α λίγο αυχμηρός, λίγο ξηρός, άνυδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + αὐχμήεις «ξηρός, άνυδρος, στεγνός»] …