αὐχένα
1αὐχένα — αὐχήν neck masc acc sg …
2αὐχέν' — αὐχένα , αὐχήν neck masc acc sg αὐχένι , αὐχήν neck masc dat sg αὐχένε , αὐχήν neck masc nom/voc/acc dual …
3καὐχέν' — αὐχένα , αὐχήν neck masc acc sg αὐχένι , αὐχήν neck masc dat sg αὐχένε , αὐχήν neck masc nom/voc/acc dual …
4καὐχένα — αὐχένα , αὐχήν neck masc acc sg …
5Άλπεις — Οροσειρά της Ευρώπης, που αποτελεί το πιο ψηλό μορφολογικό χαρακτηριστικό της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Οι Ά. καλύπτουν επιφάνεια περίπου 260.000 τ. χλμ., στα εδάφη της Ελβετίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της… …
6καταυχένιος — ια, ιο (Α καταυχένιος, ον, θηλ. και ενία) αυτός που εκτείνεται πάνω στον αυχένα ή καταφέρεται κατά τού αυχένα (α. «καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμους», Ανθ.Παλ. β. «καταυχενίοις [ή ίαις] πληγαῑς», Μ. ΑΘαν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το καταυχένιο… …
7απαυχενίζω — ἀπαυχενίζω (Α) 1. κόβω τον λαιμό, αποκεφαλίζω 2. δαμάζω ταύρο τραβώντας τον αυχένα προς τα πίσω 3. απελευθερώνω τον αυχένα από ζυγό ή από λαβή του αντίπαλου παλαιστή …
8εναυχένιος — ἐναυχένιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται ή προσαρμόζεται στον αυχένα ή γύρω από τον αυχένα («εναυχένιος βρόχος») …
9εξάγνυμι — ἐξάγνυμι (Α) [άγνυμι] κατασυντρίβω («ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν ἐξ αὐχένα ἄξῃ» σαν λιοντάρι που χυμάει στα βόδια και συντρίβει τελείως τον αυχένα, Ομ. Ιλ.) …
10επαυχενίζω — ἐπαυχενίζω (Α) κρέμομαι από τον αυχένα κάποιου, βρίσκομαι στον αυχένα («ἐπαυχενίζων τοῡ βασιλέως», ΠΔ) …