αὐτ-ώρης

  • 1κατώρης — κατώρης, ώρες (Α) 1. δ. γρφ. τού κατάρης* 2. (κατά τον Ησύχ.) «κάτω ῥέπων». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ώρης (< ὄρνυμαι «εξορμώ»), πρβλ. αυτ ώρης, νε ώρης. Το ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει] …

    Dictionary of Greek

  • 2αυτώρης — αὐτώρης, ες (Α) αυτός που ενεργεί από δική του παρόρμηση, αυθαίρετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) + ώρης < όρνυμαι «ορμώ» (πρβλ. νεώρης)] …

    Dictionary of Greek