αὐτ-εξούσιος

  • 1παντεξούσιος — ον, Α αυτός που εξουσιάζει τα πάντα, παντοδύναμος, πανίσχυρος. επίρρ... παντεξουσίως Μ με όλες τις εξουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + εξούσιος (< ἐξουσία), πρβλ. αυτ εξούσιος] …

    Dictionary of Greek

  • 2εφταξούσιος — ἑφταξούσιος, ο (Μ) αυτεξούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ εξούσιος κατά παρετυμολογία από το εφτά, (πρβλ. εφτά ζυμος < αυτό ζυμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 3πληρεξούσιος — α, ο, Ν 1. το αρσ. ως ουσ. ο πληρεξούσιος αυτός που ενεργεί κατά πληρεξουσιότητα 2. το ουδ. ως ουσ. το πληρεξούσιο το έγγραφο με το οποίο παρέχεται πληρεξουσιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης + εξουσία (πρβλ. αυτ εξούσιος)] …

    Dictionary of Greek