αὐτ-ήκοος

  • 1καθυπήκοος — καθυπήκοος, ον (Μ) (επιτατ. τού υπήκοος) υπήκοος, υποτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ ήκοος (< ὑπ ακούω), πρβλ. αυτ ήκοος] …

    Dictionary of Greek

  • 2οξυήκοος — η, ο (Α ὀξυήκοος, και εσφ. γρφ. ὀξύκοος, ον) αυτός που έχει οξεία ακοή αρχ. αυτός που έχει οξεία αντίληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. αυτ ήκοος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …

    Dictionary of Greek