αὐτόπολις
1αυτόπολις — αὐτόπολις, η (Α) ελεύθερη, ανεξάρτητη πόλη …
2αὐτοπόλιες — αὐτόπολις free fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …
3πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …