αὐτὸς ἓκαστος

  • 1ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …

    Dictionary of Greek

  • 2ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …

    Dictionary of Greek

  • 3πρόχειρος — η, ο / πρόχειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, δίπλα ή κοντά στα χέρια κάποιου, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να πιάσει και να χρησιμοποιήσει (α. «δώσε μου το ψαλίδι, αν το έχεις πρόχειρο» β. «ἔβαλλον λίθοις καί... ἀκοντίοις, ὡς …

    Dictionary of Greek

  • 4κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… …

    Dictionary of Greek

  • 5κουρίδιος — κουρίδιος, ία και ίη, ον (Α) 1. συνδεδεμένος με γάμο, νόμιμος σύζυγος (α. «κουρίδιον ποθέουσα πόσιν», Ομ. Ιλ. β. «γαμέουσι δ ἕκαστος αὐτῶν πολλὰς μὲν κουριδίας γυναῑκας», Ηρόδ.) 2. συζυγικός («νωΐτερον λέχος αὐτῶν κουρίδιον», Ομ. Ιλ.) 3. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 6ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …

    Православная энциклопедия

  • 7ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… …

    Dictionary of Greek

  • 8έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… …

    Dictionary of Greek

  • 9αμφότεροι — ες, α (ΑΜ ἀμφότεροι, αι, α και σπάνια στον ενικό –ος, α, ον) και οι δύο, και ο ένας και ο άλλος (κατά τους ελληνιστικούς χρόνους έλαβε τη σημασία «όλοι μαζί» αρχ. (στον εν.) 1. καθένας, έκαστος 2. αυτός που μετέχει και στους δύο 3. (το ουδ. στον… …

    Dictionary of Greek

  • 10επιμεριστικός — ή, ό [επιμεριστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επιμερισμό 2. φρ. «επιμεριστικές αντωνυμίες» είναι οι λέξεις: καθένας, ο καθένας, έκαστος, έτερος, εκάτερος …

    Dictionary of Greek