αὐτὸς ἓκαστος

  • 11μνώμαι — μνώμαι, άομαι (Α) 1. σκέπτομαι κάτι, συλλογίζομαι κάποιον («μνώοντ ὀλοοῑο φόβοιο», Ομ. Ιλ.) 2. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι («οἱ δ ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος;», Ομ. Ιλ.) 3. επιδιώκω να κερδίσω την αγάπη γυναίκας 4. ζητώ γυναίκα σε γάμο 5.… …

    Dictionary of Greek

  • 12νομάρχης — Ανώτατος διοικητικός υπάλληλος που εκπροσωπεί την κυβέρνηση και είναι υπεύθυνος για την άσκηση και εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής στη διοικητική του περιφέρεια, τον νομό. Υπάγεται υπηρεσιακά στο υπουργείο Εσωτερικών, όσον αφορά όμως τα… …

    Dictionary of Greek

  • 13πράσιμος — ον, Α [πρᾱσις] αυτός που είναι προς πώληση, πωλήσιμος («πωλεῑν δὲ τοὺς καπήλους ὅ, τι ἔχει ἕκαστος πράσιμον», Ξεν.) …

    Dictionary of Greek

  • 14φιλόθηλυς — υ, Α αυτός που αγαπά πολύ το θηλυκό γένος, που τού αρέσουν πολύ τα θηλυκά («ἕκαστος [ἱέραξ] ἐστὶ δεινῶς φιλόθηλυς», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θῆλυς (πρβλ. ἀρρενό θηλυς)] …

    Dictionary of Greek

  • 15φροντίδα — η / φροντίς, ίδος, ΝΜΑ 1. μέριμνα (α. «έχει αναλάβει τη φροντίδα τού σπιτιού» β. «ἀλλ οὐ γὰρ αὐτῆς φροντίδ ὡς τέκνων ἔχω», Ευρ.) 2. ενδιαφέρον, έγνοια 3. ανησυχία, αγωνία, σκοτούρα (α. «έχει πολλές φροντίδες» β. «καί με καρδίαν ἀμύσσει φροντίς»,… …

    Dictionary of Greek

  • 16όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος …

    Dictionary of Greek