αὐτό-χρους
1αυτόχρους — αὐτόχρους, ουν (AM) ι. αυτός που έχει το φυσικό του χρώμα 2. μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + χρους < χροος < χρως «χρώμα» (πρβλ. αμβλυόχρους, πυρόχρους, χρυσόχρους κ.ά.] …
2ομόχρους — ουν (ΑΜ ὁμόχρους, ουν και οος, οον) αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με άλλον, ομόχρωμος μσν. αρχ. αυτός που έχει ένα και το αυτό χρώμα, μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + χρους (< χροος < χρώς «επιδερμίδα, χρώμα»), πρβλ. κακό χρους] …