αὐτό-χθων
1ιερόχθων — ἱερόχθων και ποιητ. τ. ἱρόχθων, ὁ, ἡ (Α) επιγρ. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από ιερή γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + χθων (< χθων, χθονός), πρβλ. αυτό χθων, ιππό χθων] …
2κραταιόχθων — κραταιόχθων, ὁ, ἡ (Α) αυτός που κυριαρχεί στη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραταιός + χθών, χθονός «γη» (πρβλ. αυτό χθων, μεσό χθων)] …
3μεσόχθων — μεσόχθων, ονος, ό και ἡ (Α) αυτός που βρίσκεται στα μεσόγεια, ο μεσόγειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χθών, χθονός (πρβλ. αυτό χθων, ετερό χθων)] …
4παλαίχθων — παλαίχθων, ονος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που κατοικεί κάπου για πολύ χρόνο, παλιός κάτοικος περιοχής ή χώρας («παλαίχθων δῆμος Ἀθηναίων», Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + χθών, χθονός (πρβλ. αυτό χθων)] …
5περίχθων — ονος, ὁ, ἡ, Α φρ. «περίχθων ὠκεανός» ο ωκεανός που ρέει γύρω από τη γη, που περικυκλώνει τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χθών, χθονός «γη» (πρβλ. αυτό χθων)] …
6πλουτόχθων — ονος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πλουτόχθονας, θηλ. πλουτόχθονη, Ν 1. πλούσιος σε θησαυρούς τής γης 2. αυτός που πλουτίζει από τη γη του αρχ. (σχετικά με τα ορυχεία αργύρου τού Λαυρείου) πλούτος θησαυρών τής γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + χθών «γη» (πρβλ. αυτό… …
7-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …
8Μ, μ — Το δωδέκατο γράμμα του ελληνικού και του λατινικού αλφαβήτου (μι, αρχαίο ελληνικό μυ κατά το επόμενο νυ, και μω κατά το ρω). Προέρχεται από το σημιτικό wi ή W που παρίστανε τον φθόγγο mem (= νερό), ο οποίος είχε την ίδια φωνητική αξία με το… …
9κατάχθονος — κατάχθονος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τρόφιμος, ὁ λιπαρός». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χθονος (< χθων, ονός «γη»), πρβλ. αυτό χθονος] …
10πορφύρεος — (I) έη, ον, Α βλ. πορφυρός. (II) έη, ον, και αιολ. τ. πορφύριος, ον, Α 1. (για θάλασσα ή για ποταμό) αυτός που είναι αναταραγμένος ή αυτός που έχει σκοτεινή όψη 2. (για αίμα) αυτό που χύνεται ορμητικά («αἵματι δὲ χθὼν δεύετο πορφυρέῳ», Ομ. Ιλ.) 3 …
- 1
- 2