αὐτό-ζῳος

  • 1πολύζωος — (I) ον, Α ο πολυζώητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζωος (< ζωή), πρβλ. δί ζωος, εύ ζωος]. (II) ον, Α 1. αυτός που αποτελείται από πολλά ζώα («πολύζῳος ἀγέλα», Φίλ.) 2. (για τον ζωδιακό κύκλο) αυτός που έχει πάρει το όνομά του από πολλά ζώα 3. το… …

    Dictionary of Greek