αὐτός μοι σὺ σημάντωρ γενοῠ

  • 1σημάντωρ — ορος, ὁ, Α 1. αυτός που δίνει το σήμα, το σύνθημα, ο ηγέτης («ἐθνέων ἦσαν ἄλλοι σημάντορες», Ομ. Οδ.) 2. ηνίοχος 3. βουκόλος 4. αυτός που σημαίνει, που αναγγέλλει κάτι («αὐτός μοι σὺ σημάντωρ γένου», Σοφ.) 5. φρ. α) «σημάντορες ἄνδρες» ηγέτες… …

    Dictionary of Greek