αὐτόπυρος ἄρτος

  • 1ψηροπυρίτας — Α (κατά τον Ησύχ.) «αὐτόπυρος ἄρτος οἱ δὲ πυριεφθής, οἱ δὲ κακός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηρός + πυρίτης (II) «σταρένιο ψωμί»] …

    Dictionary of Greek

  • 2συγκομιστός — ή, όν, Α [συγκομίζω] 1. αυτός που έχει συγκομιστεί και συγκεντρωθεί σε έναν τόπο 2. φρ. α) «συγκομιστὰ διαιτήματα» τροφή ανάμικτη β) «συγκομιστὰ δείπνα» δείπνα που γίνονταν μετά από έρανο γ) «ἄρτος συγκομιστός» άρτος αυτόπυρος*, ψωμί… …

    Dictionary of Greek