αὐτόμᾰτος
1αὐτόματος — acting of one s own will masc nom sg αὐτόματος acting of one s own will masc/fem nom sg …
2αυτόματος — η, ο (AM ος, ον) 1. αυτός που κινείται, συμβαίνει ή λειτουργεί χωρίς εξωτερική επίδραση 2. αυτός που κινείται ή ενεργεί με καθαρά μηχανικά μέσα νεοελλ. 1. (για ανθρώπινες λειτουργίες) αυτός που συντελείται χωρίς την παρέμβαση της θέλησης,… …
3αυτόματος πιλότος — Σύστημα αυτόματης κατεύθυνσης, εγκατεστημένο σε βαλλιστικά βλήματα και αεροπλάνα, και χρησιμοποιούμενο, μαζί με άλλες αυτόματες συσκευές, ακόμα και σε υποβρύχια και σκάφη επιφάνειας. Χρησιμοποιείται επίσης για την κατεύθυνση των τορπιλών. Τον… …
4αυτόματος — η, ο αυτός που γίνεται μόνος του, χωρίς εξωτερική επίδραση, μηχανικά: Αυτόματο τηλέφωνο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5αὐτομάτω — αὐτόματος acting of one s own will masc/neut nom/voc/acc dual αὐτόματος acting of one s own will masc/neut gen sg (doric aeolic) αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut nom/voc/acc dual αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut… …
6αὐτομάτως — αὐτόματος acting of one s own will adverbial αὐτόματος acting of one s own will masc acc pl (doric) αὐτόματος acting of one s own will adverbial αὐτόματος acting of one s own will masc/fem acc pl (doric) …
7αὐτόματον — αὐτόματος acting of one s own will masc acc sg αὐτόματος acting of one s own will neut nom/voc/acc sg αὐτόματος acting of one s own will masc/fem acc sg αὐτόματος acting of one s own will neut nom/voc/acc sg …
8αὐτομάτων — αὐτόματος acting of one s own will fem gen pl αὐτόματος acting of one s own will masc/neut gen pl αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut gen pl …
9αὐτομάτοις — αὐτόματος acting of one s own will masc/neut dat pl αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut dat pl …
10αὐτομάτοισι — αὐτόματος acting of one s own will masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …