αὐτόθῐ

  • 21ημιδαής — ἡμιδαής, ές (Α) 1. μισοκαμένος, ημίκαυστος («ἡμιδαής δ ἄρα νηῡς λίπετ αὐτόθι», Ομ. Ιλ.) 2. μισοσχισμένος, μισοκομμένος, σχισμένος στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δαής < δάος «δαυλός < δαίω «καίω»), πρβλ. πυρ δαής, ταχυ δαής] …

    Dictionary of Greek

  • 22καλλονή — Ονομασία οκτώ οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.000 μ., 30 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, στα όρια με τον νομό Φωκίδος, στις δυτικές απολήξεις των Βαρδουσίων ορέων, 183 …

    Dictionary of Greek

  • 23καταυτόθι — (Α) επίρρ. αυτού, στον τόπο αυτό, σ αυτό το μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐτόθι «σ αυτόν τον τόπο»] …

    Dictionary of Greek

  • 24μυσταγωγώ — (ΑΜ μυσταγωγῶ έω) [μυσταγωγός] 1. εισάγω, μυώ κάποιον στα μυστήρια, κατηχώ 2. τελώ τη θεία μυσταγωγία, τη θεία λειτουργία, ιερουργώ αρχ. 1. τελώ ιεροτελεστίες 2. μτφ. οδηγώ, καθοδηγώ («ὁ γοῡν ἡμέτερος ξένος, ἀνήρ τῶν ἐντίμων, αὐτόθι μυσταγωγῶν,… …

    Dictionary of Greek

  • 25πρόδομος — Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο,… …

    Dictionary of Greek

  • 26σήμα — (Νομ.). Στα νομικά, σ. χαρακτηρίζεται κάθε σημείο χρήσιμο για να ξεχωρίζει την προέλευση των κάθε λογής βιομηχανικών, γεωργικών κλπ. προϊόντων, καθώς και εμπορευμάτων ορισμένης εμπορικής επιχείρησης. Σ. ονομάζεται και αυτό το ίδιο το διακριτικό… …

    Dictionary of Greek

  • 27τύτη — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ αὐτόθι» …

    Dictionary of Greek

  • 28υπέκκειμαι — Α 1. (για πρόσ.) βρίσκομαι σε τόπο ασφαλή, εκτός κινδύνου 2. (για πράγμ.) έχω μεταφερθεί και τοποθετηθεί κάπου για φύλαξη («καὶ ὅσα ὑπεξέκειτο αὐτόθι τῶν Κλαζομενίων», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἔκκειμαι «βρίσκομαι έξω»] …

    Dictionary of Greek

  • 29χοοπότης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που πίνει ολόκληρους χόες («Διονύσῳ χοοπότῃ θυσιάσαντα καὶ τὴν χοῶν ἑορτὴν αὐτόθι καταδεῑξαι», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόος / χοῦς (Ι) «μονάδα μέτρησης υγρών» + πότης*] …

    Dictionary of Greek

  • 30ԱՆԴ — I. ( ) NBH 1 0129 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c մ. ԱՆԴ որ եւ ԱՆԴԱՆՕՐ. որպէս թ. անտէ, օնտա, օրատա պրս. անճէ, անճա. ἑκεῖ, αὑτοῦ, αὑτόθι ibi, ibidem, illic Յայնմ տեղւոջ. ʼի նմին վայրի. հոն, հոն տեղը …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)