αὐτο-μαθής

  • 1αυτομαθής — αὐτομαθής, ές (Α) αυτοδίδακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + μαθής < μάθος < μανθάνω] …

    Dictionary of Greek

  • 2μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… …

    Dictionary of Greek